- γεγόνασι
- γεγόνᾱσι , γίγνομαιcome into a new state of beingperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
доблии — (107) пр. 1. Крепкий, сильный (телом): ѡкована желѣзы тѩжькыми. по рѹцѣ и по нозѣ. ѥго же твердо стрежахѹ. бѣ бо добль тѣломь и красенъ лице(м). ПКП 1406, 163в. 2. Доблестный, мужественный: ли воѥводѣ доблю ѡ всѣхъ болѣзнѹюща и бѣдѹюща. (ἄριστον) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
JAVAN — fil. Iaphet. Gen. c. 10. v. 1. Is. c. 66. v. 19. Ezech. c. 27. v. 13. et 19. Ionum Parriarcha. Huius filii 4. Elisam Aeolum caput. Tharsis Cilicum auctor, Chettim Cypriorum, et Rhodanim Rhodiensium progenitor. torniel. A. M. 1931. n. 22. Sed vide … Hofmann J. Lexicon universale
NICANOR — I. NICANOR Alexandrinus Grammaticus, sub Hadriano Imperatore Suidas. Vide Voss. Hist. Graec. l. 2. c. 12. Τρεῖς γεγόνασι Νικάνορες, inquit Suidas. Ὁ μὲν ὑιὸς Βαλάκρου, ἕτερος δὲ Παρμενίωνος, ἄλλος δὲ Σταγειρίτης τὸ γενος, οὗ καὶ ῾γπερίδης… … Hofmann J. Lexicon universale
επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
Δαμασίθυμος — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Καλύνδης, πόλης της Καρίας, γιος του Κανδαύλη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Η 87) πως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, που ανήκε στην περσική παράταξη, χτύπησε και βύθισε το πλοίο του… … Dictionary of Greek